Οι Bokomolech ξεκίνησαν το 1991 στην Αθήνα, αρχικά ως χαλαρή παρέα και από το 1993 και μετά, με σταθερή σύνθεση που διάρκεσε μια δεκαετία. Μετά από 9 χρόνια απουσίας επιστρέφουν δισκογραφικά, με νέα μέλη στη σύνθεσή τους. Στους Δημήτρη Ιωάννου, Βλάση Καραγιάννη, Λίλα Κατερινάκη και Κώστα Ραγκούση, και μετά την αποχώρηση της Εύης Φραγκεδάκη, προστέθηκαν οι Χριστίνα Κασσεσιάν και Τάσος Πρωτόπαπας, η συμβολή των οποίων τροφοδότησε την μπάντα με ιδέες και ενέργεια. Ο Τάσος και η Χριστίνα προσκλήθηκαν, κατά σύμπτωση, στην ίδια πρόβα, κάποια στιγμή στις αρχές του 2008. Το αποτέλεσμα εμφανίστηκε γρήγορα και άρεσε σε όλους τους κι έτσι αποφασίστηκε να συνεχίσουν μαζί. Η ευρεία μουσική παιδεία και των δύο συνέβαλε μόνο θετικά στις νέες συνθέσεις και διευκόλυνε ακόμα περισσότερο την ομαλή ένταξή τους στην ομάδα και στον τρόπο που αυτή λειτουργούσε και εξακολουθεί να λειτουργεί.
Κάτι που δεν άλλαξε καθόλου μετά από τόσα χρόνια και συνεχίζει να κυριαρχεί είναι η συνθετική διαδικασία: μια απόλυτα διαδραστική και ταυτόχρονα σιωπηλή συνεργασία, κατά την οποία ο καθένας συνεισφέρει με το δικό του τρόπο και μέσο και από την οποία προκύπτει οργανικά τόσο η σύνθεση των ήχων – οργάνων, όσο και η δομή του κάθε κομματιού. Από την άλλη ενδιαφέρον έχει η αλλαγή της δημιουργικής διαδικασίας του δίσκου. Καθώς πολλές από τις ιδέες των κομματιών υπήρχαν αρκετό καιρό πριν από την ηχογράφηση και λόγω της έντονης επιθυμίας για επιστροφή στο studio, η εμπειρία της ηχογράφησης με τη νέα σύνθεση αποδείχθηκε άκρως ενδιαφέρουσα. Παρόλο που η εγγραφή έγινε κατά βάση live, ακολούθησε μια μακρά περίοδος ακροάσεων και επανεγγραφών. Οι ψηφιακές εγγραφές επέτρεψαν μεγαλύτερο βαθμό επεξεργασίας σε υποδομές home studio (στο Noizlab του Πάρι Τεκίδη) καθώς και διαδοχικές δοκιμές κατά τη διάρκεια της μίξης.
Πρώτο ολοκληρωμένο αποτέλεσμα της νέας συναρμολόγησης είναι το “Mass Vulture”, που σύμφωνα με τους ίδιους τους Bokomolech είναι η πιο ώριμη και ολοκληρωμένη τους δουλειά. Δουλεύτηκε τα τελευταία δύο χρόνια, με πλήρη δική τους καλλιτεχνική επιμέλεια και παραγωγή και συνδυάζει, με ακόμα πιο κατασταλαγμένα ιδιοσυγκρασιακό τρόπο, στοιχεία από όλες τις προηγούμενες δουλειές τους: την ευαισθησία και τη μελωδικότητα του “Xero” και του “Insect(songs)”, την πολυμορφική ομοιογένεια του “Jet Lag”, την ηχητική κομψότητα του “Slowburner” και την ενέργεια του “Exit: Trance”.
Οι στίχοι είναι όπως πάντα ανοιχτοί σε διάφορες ερμηνείες, αλλά, αυτός είναι συνολικά ο πλέον «πολιτικός» δίσκος των Bokomolech. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στον τίτλο του δίσκου, ο οποίος είναι μια προσπάθεια συμπύκνωσης των δύο βασικών θέσεων που έχουν αναπτυχθεί στο δημόσιο λόγο γύρω από την ελληνική «κρίση», θέσεων που μπορούν να κωδικοποιηθούν γύρω από το δίπολο ενοχή-θυματοποίηση, και μαζί μια θέση που τις συνδυάζει. Το “Mass Vulture” αναφέρεται περισσότερο σε μια διαδικασία (σχηματικά, την εφαρμογή του «Δόγματος του Σοκ» σε μια κοινωνία) παρά σε ένα υποκείμενο. Ταυτόχρονα όμως αναφέρεται στους μηχανισμούς εκείνους της μαζικής κουλτούρας που συστηματικά προέβαλλαν (και, ανάλογα με τη συγκρότηση και τις άμυνες του καθενός, επέβαλαν) ένα μοντέλο σκέψης και συμπεριφοράς που έκανε την κοινωνία πρόσφορο και ευάλωτο στόχο για τέτοιου είδους επιθέσεις. Η ιδέα αυτή του κόσμου που χάνει τη συνοχή του και θρυμματίζεται αποτυπώθηκε εικαστικά με ιδιοφυή τρόπο στο εξώφυλλο του δίσκου από τον db.
Το “Mass Vulture” κυκλοφορεί σε λευκό βινύλιο και cd τον Φεβρουάριο από την Inner Ear.